- ενδοπνευμονικός
- -ή, -όπου υπάρχει ή γίνεται μέσα στον πνεύμονα: Ενδοπνευμονική πίεση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδοπνευμονικός — ή, ό αυτός που υπάρχει ή γίνεται στον πνεύμονα («ενδοπνευμονική πίεση») … Dictionary of Greek